θυμοσόφου

θυμοσόφου
θῡμοσόφου , θυμόσοφος
wise from one's own soul
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θυμοσοφία — η [θυμόσοφος] η ιδιότητα και το γνώρισμα τού θυμόσοφου, το να θυμοσοφεί κάποιος, το να έχει μια πρακτική φιλοσοφία, η στωικότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”